- επιβόημα
- ἐπιβόημα, το (Α) [επιβοώ]κραυγή, βοή προς κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιβόημα — a call neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβοήμασι — ἐπιβόημα a call neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβοήμασιν — ἐπιβόημα a call neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβοήματα — ἐπιβόημα a call neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβοήματι — ἐπιβόημα a call neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)